- χαιρετίζω
- ΝΜΑ, και χαιρετώ, -άω, Ναπευθύνω χαιρετισμό, προσαγορεύω κάποιον με τις λέξεις χαίρε ή χαίρετε (α. «χαιρετίζω την αφεντιά σας» β. «καὶ Σάρρα δὲ ὑπήντησεν αὐτῷ καὶ ἐχαιρέτισεν αὐτόν», ΠΔ)2. εκφράζω σε κάποιον, που συναντώ, τη συμπάθεια, την αγάπη, τον σεβασμό μου με φράσεις ή χειρονομίεςνεοελλ.1. στέλνω χαιρετισμούς σε κάποιον («να μού χαιρετίσεις τη μητέρα σου»)2. κάνω ορισμένο σχήμα, μια καθιερωμένη χειρονομία ή κίνηση για να τιμήσω κάποιον ή κάτι (α. «χαιρέτισαν τον λοχαγό» β. «χαιρετίζω τη σημαία»)3. προσκυνώ («θα χαιρετίσουμε τον επιτάφιο και θα φύγουμε»)4. επισκέπτομαι κάποιον για να τού ευχηθώ («σήμερα θα χαιρετίσουμε τους Γιάννηδες»)5. μτφ. επικροτώ με ενθουσιασμό, εγκρίνω κάτι με ικανοποίηση και ευχαρίστηση («οι σύνεδροι χαιρέτισαν την πρόταση τού προεδρείου»).[ΕΤΥΜΟΛ. < χαῖρε / χαίρετε, κατά τα ρ. σε -ίζω].
Dictionary of Greek. 2013.